Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλιπόρφυρος
ἁλιπτοίητος
ἁλιρραγής
ἁλιρραίστης
ἁλίρραντος
ἁλιρρόθιος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
ἁλίς
Ἆλις
ἅλις
ἀλισγέω
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἄλισμα
ἁλισμάραγος
ἁλίσμηκτος
ἁλισμός
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἁλιστός
View word page
ἅλις
in heaps, crowds, swarms, in abundance, in plenty
ShortDef
in heaps, crowds, swarms, in abundance, in plenty
Debugging
Headword:
ἅλις
Headword (normalized):
ἅλις
Headword (normalized/stripped):
αλις
IDX:
3746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3747
Key:
Data
{'content': 'in heaps, crowds, swarms, in abundance, in plenty'}