Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Εὐκράντη
εὐκράς
εὐκράς2
εὐκρασία
εὐκρατόμελι
εὐκρατοποσία
εὔκρατος
εὐκρατόω
εὐκρατῶς
εὔκρεκτος
ἐϋκρήδεμνος
ἐΰκρημνος
εὔκρηνος
ἐϋκρήπις
εὔκριθος
εὐκρίνεια
εὐκρινέω
εὐκρινής
εὐκρίνητος
εὔκριτος
ἐϋκρόκαλος
View word page
ἐϋκρήδεμνος
with beauteous fillet

ShortDef

with beauteous fillet

Debugging

Headword:
ἐϋκρήδεμνος
Headword (normalized):
ἐϋκρήδεμνος
Headword (normalized/stripped):
ευκρηδεμνος
IDX:
37459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37460
Key:

Data

{'content': 'with beauteous fillet'}