Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκόρυθος
εὐκόρυφος
εὐκοσμέω
εὐκόσμητος
εὐκοσμία
εὐκοσμίως
εὔκοσμος
εὐκόσμως
εὔκουρος
εὐκράδαντος
εὐκραδής
εὐκραής
εὔκραιρος
Εὐκράντη
εὐκράς
εὐκράς2
εὐκρασία
εὐκρατόμελι
εὐκρατοποσία
εὔκρατος
εὐκρατόω
View word page
εὐκραδής
a fine fig-tree

ShortDef

a fine fig-tree

Debugging

Headword:
εὐκραδής
Headword (normalized):
εὐκραδής
Headword (normalized/stripped):
ευκραδης
IDX:
37446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37447
Key:

Data

{'content': 'a fine fig-tree'}