Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐκόμιστος
εὔκομος
εὔκομπος
εὔκονος
εὐκοπέω
εὐκοπία
εὔκοπος
εὐκόρυθος
εὐκόρυφος
εὐκοσμέω
εὐκόσμητος
εὐκοσμία
εὐκοσμίως
εὔκοσμος
εὐκόσμως
εὔκουρος
εὐκράδαντος
εὐκραδής
εὐκραής
εὔκραιρος
Εὐκράντη
View word page
εὐκόσμητος
well-adorned
ShortDef
well-adorned
Debugging
Headword:
εὐκόσμητος
Headword (normalized):
εὐκόσμητος
Headword (normalized/stripped):
ευκοσμητος
IDX:
37439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37440
Key:
Data
{'content': 'well-adorned'}