Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔκολος
εὔκολπος
εὐκόλυμβος
εὐκομιδής
εὐκόμιστος
εὔκομος
εὔκομπος
εὔκονος
εὐκοπέω
εὐκοπία
εὔκοπος
εὐκόρυθος
εὐκόρυφος
εὐκοσμέω
εὐκόσμητος
εὐκοσμία
εὐκοσμίως
εὔκοσμος
εὐκόσμως
εὔκουρος
εὐκράδαντος
View word page
εὔκοπος
with easy labour, easy

ShortDef

with easy labour, easy

Debugging

Headword:
εὔκοπος
Headword (normalized):
εὔκοπος
Headword (normalized/stripped):
ευκοπος
IDX:
37435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37436
Key:

Data

{'content': 'with easy labour, easy'}