Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔκνιστος
εὐκοίλιος
εὐκοινόμητις
εὐκοινωνησία
εὐκοινώνητος
εὐκολία
εὐκόλλητος
εὔκολλος
εὔκολος
εὔκολπος
εὐκόλυμβος
εὐκομιδής
εὐκόμιστος
εὔκομος
εὔκομπος
εὔκονος
εὐκοπέω
εὐκοπία
εὔκοπος
εὐκόρυθος
εὐκόρυφος
View word page
εὐκόλυμβος
diving well

ShortDef

diving well

Debugging

Headword:
εὐκόλυμβος
Headword (normalized):
εὐκόλυμβος
Headword (normalized/stripped):
ευκολυμβος
IDX:
37427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37428
Key:

Data

{'content': 'diving well'}