Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκατηγόρητος
εὐκατοίκητος
εὐκάτοπτος
εὐκατόρθωτος
εὔκαυστος
εὐκέαστος
εὐκέατος
εὐκέλαδος
εὔκεντρος
εὐκένωτος
εὐκεράϊστος
εὐκέραος
εὐκερασία
εὐκέραστος
ἐϋκερδής
εὐκερματέω
εὐκέφαλος
εὐκηλήτειρα
εὐκηλία
εὔκηλος
εὔκηλος2
View word page
εὐκεράϊστος
easily disabled

ShortDef

easily disabled

Debugging

Headword:
εὐκεράϊστος
Headword (normalized):
εὐκεράϊστος
Headword (normalized/stripped):
ευκεραιστος
IDX:
37382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37383
Key:

Data

{'content': 'easily disabled'}