Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
εὐκατάφθορος
εὐκαταφορία
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκαταφρόντιστος
εὐκατάψευστος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκατοίκητος
εὐκάτοπτος
εὐκατόρθωτος
εὔκαυστος
εὐκέαστος
εὐκέατος
View word page
εὐκαταφρόνητος
easy to be despised, contemptible, despicable

ShortDef

easy to be despised, contemptible, despicable

Debugging

Headword:
εὐκαταφρόνητος
Headword (normalized):
εὐκαταφρόνητος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταφρονητος
IDX:
37368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37369
Key:

Data

{'content': 'easy to be despised, contemptible, despicable'}