Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρέλαστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
εὐκατάφθορος
εὐκαταφορία
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκαταφρόντιστος
εὐκατάψευστος
View word page
εὐκατάστατος
well-fixed, firmly established
ShortDef
well-fixed, firmly established
Debugging
Headword:
εὐκατάστατος
Headword (normalized):
εὐκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταστατος
IDX:
37360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37361
Key:
Data
{'content': 'well-fixed, firmly established'}