Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρέλαστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
εὐκατάφθορος
εὐκαταφορία
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
View word page
εὐκατάσκεπτος
convenient for inspection

ShortDef

convenient for inspection

Debugging

Headword:
εὐκατάσκεπτος
Headword (normalized):
εὐκατάσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
ευκατασκεπτος
IDX:
37358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37359
Key:

Data

{'content': 'convenient for inspection'}