Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρέλαστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
εὐκατάφθορος
View word page
εὐκαταρέλαστος
exposed to ridicule

ShortDef

exposed to ridicule

Debugging

Headword:
εὐκαταρέλαστος
Headword (normalized):
εὐκαταρέλαστος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταρελαστος
IDX:
37355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37356
Key:

Data

{'content': 'exposed to ridicule'}