Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρέλαστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
View word page
εὐκατάπρακτος
easily accomplished

ShortDef

easily accomplished

Debugging

Headword:
εὐκατάπρακτος
Headword (normalized):
εὐκατάπρακτος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταπρακτος
IDX:
37352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37353
Key:

Data

{'content': 'easily accomplished'}