Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρέλαστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
View word page
εὐκατάπληκτος
easily scared

ShortDef

easily scared

Debugging

Headword:
εὐκατάπληκτος
Headword (normalized):
εὐκατάπληκτος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταπληκτος
IDX:
37350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37351
Key:

Data

{'content': 'easily scared'}