Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρέλαστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
View word page
εὐκατάπαυστος
easily pacified

ShortDef

easily pacified

Debugging

Headword:
εὐκατάπαυστος
Headword (normalized):
εὐκατάπαυστος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταπαυστος
IDX:
37349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37350
Key:

Data

{'content': 'easily pacified'}