Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκατάκαυστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρέλαστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
View word page
εὐκατανόητος
easy to observe

ShortDef

easy to observe

Debugging

Headword:
εὐκατανόητος
Headword (normalized):
εὐκατανόητος
Headword (normalized/stripped):
ευκατανοητος
IDX:
37347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37348
Key:

Data

{'content': 'easy to observe'}