Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκατάγωγος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατάκαυστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρέλαστος
View word page
εὐκαταμάθητος
easy to understand

ShortDef

easy to understand

Debugging

Headword:
εὐκαταμάθητος
Headword (normalized):
εὐκαταμάθητος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταμαθητος
IDX:
37345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37346
Key:

Data

{'content': 'easy to understand'}