Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐκατάβλητος
εὐκατάγνωστος
εὐκατάγωγος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατάκαυστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
View word page
εὐκατάλλακτος
easily appeased, placable
ShortDef
easily appeased, placable
Debugging
Headword:
εὐκατάλλακτος
Headword (normalized):
εὐκατάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταλλακτος
IDX:
37343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37344
Key:
Data
{'content': 'easily appeased, placable'}