Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλίπαντος
ἀλιπαρής
ἁλίπαστος
ἁλίπεδον
ἀλιπής
ἁλίπλαγκτος
ἁλίπλακτος
ἁλιπλανής
ἁλιπλανία
ἁλίπληκτος
ἁλίπλοος
ἁλίπνοος
ἁλιπόρος
ἁλιπόρφυρος
ἁλιπτοίητος
ἁλιρραγής
ἁλιρραίστης
ἁλίρραντος
ἁλιρρόθιος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
View word page
ἁλίπλοος
covered with water; sailing the sea, (n.) fisherman

ShortDef

covered with water; sailing the sea, (n.) fisherman

Debugging

Headword:
ἁλίπλοος
Headword (normalized):
ἁλίπλοος
Headword (normalized/stripped):
αλιπλοος
IDX:
3733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3734
Key:

Data

{'content': 'covered with water; sailing the sea, (n.) fisherman'}