Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὐκαρπέω
εὐκαρπία
εὔκαρπος
εὐκατάβλητος
εὐκατάγνωστος
εὐκατάγωγος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατάκαυστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
View word page
εὐκατακόμιστος
easy to be transported

ShortDef

easy to be transported

Debugging

Headword:
εὐκατακόμιστος
Headword (normalized):
εὐκατακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
ευκατακομιστος
IDX:
37338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37339
Key:

Data

{'content': 'easy to be transported'}