Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκαμψία
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὐκαρπέω
εὐκαρπία
εὔκαρπος
εὐκατάβλητος
εὐκατάγνωστος
εὐκατάγωγος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατάκαυστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
View word page
εὐκατάκαυστος
easily burnt

ShortDef

easily burnt

Debugging

Headword:
εὐκατάκαυστος
Headword (normalized):
εὐκατάκαυστος
Headword (normalized/stripped):
ευκατακαυστος
IDX:
37337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37338
Key:

Data

{'content': 'easily burnt'}