Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔκαμπτος
εὐκαμψία
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὐκαρπέω
εὐκαρπία
εὔκαρπος
εὐκατάβλητος
εὐκατάγνωστος
εὐκατάγωγος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατάκαυστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
View word page
εὐκαταγώνιστος
easily conquered

ShortDef

easily conquered

Debugging

Headword:
εὐκαταγώνιστος
Headword (normalized):
εὐκαταγώνιστος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταγωνιστος
IDX:
37336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37337
Key:

Data

{'content': 'easily conquered'}