Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκαθοσίωτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρή
εὐκαίρημα
εὐκαιρία
εὔκαιρος
εὐκάκωτος
εὐκαλλώπιστος
εὐκάματος
εὐκάμπεια
εὐκαμπής
εὔκαμπτος
εὐκαμψία
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὐκαρπέω
εὐκαρπία
εὔκαρπος
εὐκατάβλητος
εὐκατάγνωστος
εὐκατάγωγος
View word page
εὐκαμπής
well-curved, curved

ShortDef

well-curved, curved

Debugging

Headword:
εὐκαμπής
Headword (normalized):
εὐκαμπής
Headword (normalized/stripped):
ευκαμπης
IDX:
37325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37326
Key:

Data

{'content': 'well-curved, curved'}