Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐκαθαίρετος
εὐκάθεκτος
εὐκαθοσίωτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρή
εὐκαίρημα
εὐκαιρία
εὔκαιρος
εὐκάκωτος
εὐκαλλώπιστος
εὐκάματος
εὐκάμπεια
εὐκαμπής
εὔκαμπτος
εὐκαμψία
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὐκαρπέω
εὐκαρπία
εὔκαρπος
εὐκατάβλητος
View word page
εὐκάματος
of easy labour, easy

ShortDef

of easy labour, easy

Debugging

Headword:
εὐκάματος
Headword (normalized):
εὐκάματος
Headword (normalized/stripped):
ευκαματος
IDX:
37323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37324
Key:

Data

{'content': 'of easy labour, easy'}