Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔιστος
εὐίσχιος
εὔιχθυς
εὐκαής
εὐκαθαίρετος
εὐκάθεκτος
εὐκαθοσίωτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρή
εὐκαίρημα
εὐκαιρία
εὔκαιρος
εὐκάκωτος
εὐκαλλώπιστος
εὐκάματος
εὐκάμπεια
εὐκαμπής
εὔκαμπτος
εὐκαμψία
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
View word page
εὐκαιρία
good season, opportunity

ShortDef

good season, opportunity

Debugging

Headword:
εὐκαιρία
Headword (normalized):
εὐκαιρία
Headword (normalized/stripped):
ευκαιρια
IDX:
37319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37320
Key:

Data

{'content': 'good season, opportunity'}