Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔιππος
εὔιστος
εὐίσχιος
εὔιχθυς
εὐκαής
εὐκαθαίρετος
εὐκάθεκτος
εὐκαθοσίωτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρή
εὐκαίρημα
εὐκαιρία
εὔκαιρος
εὐκάκωτος
εὐκαλλώπιστος
εὐκάματος
εὐκάμπεια
εὐκαμπής
εὔκαμπτος
εὐκαμψία
εὐκάρδιος
View word page
εὐκαίρημα
seasonable, opportune act

ShortDef

seasonable, opportune act

Debugging

Headword:
εὐκαίρημα
Headword (normalized):
εὐκαίρημα
Headword (normalized/stripped):
ευκαιρημα
IDX:
37318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37319
Key:

Data

{'content': 'seasonable, opportune act'}