Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Εὔιος
Εὔιππος
εὔιππος
εὔιστος
εὐίσχιος
εὔιχθυς
εὐκαής
εὐκαθαίρετος
εὐκάθεκτος
εὐκαθοσίωτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρή
εὐκαίρημα
εὐκαιρία
εὔκαιρος
εὐκάκωτος
εὐκαλλώπιστος
εὐκάματος
εὐκάμπεια
εὐκαμπής
εὔκαμπτος
View word page
εὐκαιρέω
to devote one's leisure

ShortDef

to devote one's leisure

Debugging

Headword:
εὐκαιρέω
Headword (normalized):
εὐκαιρέω
Headword (normalized/stripped):
ευκαιρεω
IDX:
37316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37317
Key:

Data

{'content': "to devote one's leisure"}