Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθύστομος
εὐθυτενής
εὐθύτης
εὐθυτοκία
εὐθυτομέω
εὐθύτομος
εὐθυτράχηλος
εὐθυτρεχής
εὐθύτρητος
εὐθυφερής
εὐθύφλοιος
εὐθυφορέομαι
εὐθυφορία
Εὐθύφρων
εὐθύφρων
εὐθυφυής
εὐθύχαλκος
εὐθυῶνυξ
εὐθυωρέω
εὐθυωρία
εὐθύωρος
View word page
εὐθύφλοιος
straight-barked

ShortDef

straight-barked

Debugging

Headword:
εὐθύφλοιος
Headword (normalized):
εὐθύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
ευθυφλοιος
IDX:
37285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37286
Key:

Data

{'content': 'straight-barked'}