Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐθυπορία
εὐθυπορικός
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρημοσύνη
εὐθυρρήμων
εὐθύρριζος
εὐθύρριν
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύσανος
εὐθυσία
εὐθυσκόλιος
εὐθυσκοπέω
εὐθυσκόπος
εὐθυσμός
εὐθύστομος
εὐθυτενής
εὐθύτης
εὐθυτοκία
εὐθυτομέω
View word page
εὐθύσανος
well-fringed
ShortDef
well-fringed
Debugging
Headword:
εὐθύσανος
Headword (normalized):
εὐθύσανος
Headword (normalized/stripped):
ευθυσανος
IDX:
37269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37270
Key:
Data
{'content': 'well-fringed'}