Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθυπορέω
εὐθυπορία
εὐθυπορικός
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρημοσύνη
εὐθυρρήμων
εὐθύρριζος
εὐθύρριν
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύσανος
εὐθυσία
εὐθυσκόλιος
εὐθυσκοπέω
εὐθυσκόπος
εὐθυσμός
εὐθύστομος
εὐθυτενής
εὐθύτης
εὐθυτοκία
View word page
εὐθύς
straight, direct

ShortDef

straight, direct

Debugging

Headword:
εὐθύς
Headword (normalized):
εὐθύς
Headword (normalized/stripped):
ευθυς
IDX:
37268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37269
Key:

Data

{'content': 'straight, direct'}