Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθύπλοος
εὐθύπνοος
εὐθυπομπός
εὐθυπορέω
εὐθυπορία
εὐθυπορικός
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρημοσύνη
εὐθυρρήμων
εὐθύρριζος
εὐθύρριν
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύσανος
εὐθυσία
εὐθυσκόλιος
εὐθυσκοπέω
εὐθυσκόπος
εὐθυσμός
εὐθύστομος
View word page
εὐθύρριζος
straight-rooted

ShortDef

straight-rooted

Debugging

Headword:
εὐθύρριζος
Headword (normalized):
εὐθύρριζος
Headword (normalized/stripped):
ευθυρριζος
IDX:
37265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37266
Key:

Data

{'content': 'straight-rooted'}