Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐθυπλοκία
εὐθύπλοος
εὐθύπνοος
εὐθυπομπός
εὐθυπορέω
εὐθυπορία
εὐθυπορικός
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρημοσύνη
εὐθυρρήμων
εὐθύρριζος
εὐθύρριν
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύσανος
εὐθυσία
εὐθυσκόλιος
εὐθυσκοπέω
εὐθυσκόπος
εὐθυσμός
View word page
εὐθυρρήμων
plain-spoken
ShortDef
plain-spoken
Debugging
Headword:
εὐθυρρήμων
Headword (normalized):
εὐθυρρήμων
Headword (normalized/stripped):
ευθυρρημων
IDX:
37264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37265
Key:
Data
{'content': 'plain-spoken'}