Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐθυπλοέω
εὐθύπλοια
εὐθυπλοκία
εὐθύπλοος
εὐθύπνοος
εὐθυπομπός
εὐθυπορέω
εὐθυπορία
εὐθυπορικός
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρημοσύνη
εὐθυρρήμων
εὐθύρριζος
εὐθύρριν
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύσανος
εὐθυσία
εὐθυσκόλιος
εὐθυσκοπέω
View word page
εὐθυρρημονέω
to speak in a straightforward manner
ShortDef
to speak in a straightforward manner
Debugging
Headword:
εὐθυρρημονέω
Headword (normalized):
εὐθυρρημονέω
Headword (normalized/stripped):
ευθυρρημονεω
IDX:
37262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37263
Key:
Data
{'content': 'to speak in a straightforward manner'}