Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθυονειρία
εὐθυόνειρος
εὐθυπλοέω
εὐθύπλοια
εὐθυπλοκία
εὐθύπλοος
εὐθύπνοος
εὐθυπομπός
εὐθυπορέω
εὐθυπορία
εὐθυπορικός
εὐθύπορος
εὐθυρρημονέω
εὐθυρρημοσύνη
εὐθυρρήμων
εὐθύρριζος
εὐθύρριν
εὔθυρσος
εὐθύς
εὐθύσανος
εὐθυσία
View word page
εὐθυπορικός
moving in a straight line

ShortDef

moving in a straight line

Debugging

Headword:
εὐθυπορικός
Headword (normalized):
εὐθυπορικός
Headword (normalized/stripped):
ευθυπορικος
IDX:
37260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37261
Key:

Data

{'content': 'moving in a straight line'}