Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθύδικος
εὐθυδρομέω
εὐθυδρόμος
εὐθυέντερος
εὐθυέπεια
εὐθυεπής
εὐθυεργής
εὐθύζωμον
εὐθυθάνατος
εὐθύθριξ
εὐθύκαυλος
εὐθύληπτος
εὐθυμάχας
εὐθυμαχέω
εὐθυμάχης
εὐθυμαχία
εὐθυμετρία
εὐθυμετρικός
εὐθυμέω
εὐθυμητέον
εὐθυμητέος
View word page
εὐθύκαυλος
with a straight stalk

ShortDef

with a straight stalk

Debugging

Headword:
εὐθύκαυλος
Headword (normalized):
εὐθύκαυλος
Headword (normalized/stripped):
ευθυκαυλος
IDX:
37225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37226
Key:

Data

{'content': 'with a straight stalk'}