Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθυγένειος
εὐθύγλωσσος
εὐθυγνωμίας
εὐθύγνωμος
εὐθυγραμματίζω
εὐθυγραμμικός
εὐθύγραμμος
Εὐθύδημος
εὐθυδικία
εὐθύδικος
εὐθυδρομέω
εὐθυδρόμος
εὐθυέντερος
εὐθυέπεια
εὐθυεπής
εὐθυεργής
εὐθύζωμον
εὐθυθάνατος
εὐθύθριξ
εὐθύκαυλος
εὐθύληπτος
View word page
εὐθυδρομέω
run a straight course

ShortDef

run a straight course

Debugging

Headword:
εὐθυδρομέω
Headword (normalized):
εὐθυδρομέω
Headword (normalized/stripped):
ευθυδρομεω
IDX:
37216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37217
Key:

Data

{'content': 'run a straight course'}