Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
View word page
ἀγέλαστος
not laughing, grave, gloomy, sullen

ShortDef

not laughing, grave, gloomy, sullen

Debugging

Headword:
ἀγέλαστος
Headword (normalized):
ἀγέλαστος
Headword (normalized/stripped):
αγελαστος
IDX:
371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-372
Key:

Data

{'content': 'not laughing, grave, gloomy, sullen'}