Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
εὐθετίζω
εὐθετισμός
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθηγής
εὔθηκτος
εὐθηλέομαι
εὐθηλής
εὔθηλος
εὐθημονέομαι
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθηνία
εὐθηνιάρχης
εὐθηνός
εὐθήρατος
εὐθηρία
View word page
εὐθηλής
well-nurtured, thriving, goodly
ShortDef
well-nurtured, thriving, goodly
Debugging
Headword:
εὐθηλής
Headword (normalized):
εὐθηλής
Headword (normalized/stripped):
ευθηλης
IDX:
37172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37173
Key:
Data
{'content': 'well-nurtured, thriving, goodly'}