Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθεσία
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
εὐθετίζω
εὐθετισμός
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθηγής
εὔθηκτος
εὐθηλέομαι
εὐθηλής
εὔθηλος
εὐθημονέομαι
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθηνία
εὐθηνιάρχης
εὐθηνός
εὐθήρατος
View word page
εὐθηλέομαι
to be well-suckled, fatted up

ShortDef

to be well-suckled, fatted up

Debugging

Headword:
εὐθηλέομαι
Headword (normalized):
εὐθηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
ευθηλεομαι
IDX:
37171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37172
Key:

Data

{'content': 'to be well-suckled, fatted up'}