Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔθερος
εὐθεσία
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
εὐθετίζω
εὐθετισμός
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθηγής
εὔθηκτος
εὐθηλέομαι
εὐθηλής
εὔθηλος
εὐθημονέομαι
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθηνία
εὐθηνιάρχης
εὐθηνός
View word page
εὔθηκτος
well-sharpened, keen

ShortDef

well-sharpened, keen

Debugging

Headword:
εὔθηκτος
Headword (normalized):
εὔθηκτος
Headword (normalized/stripped):
ευθηκτος
IDX:
37170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37171
Key:

Data

{'content': 'well-sharpened, keen'}