Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθεράπευτος
εὐθέριστος
εὐθέρμαντος
εὔθερμος
εὔθερος
εὐθεσία
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
εὐθετίζω
εὐθετισμός
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθηγής
εὔθηκτος
εὐθηλέομαι
εὐθηλής
εὔθηλος
εὐθημονέομαι
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
View word page
εὐθετισμός
convenience, propriety

ShortDef

convenience, propriety

Debugging

Headword:
εὐθετισμός
Headword (normalized):
εὐθετισμός
Headword (normalized/stripped):
ευθετισμος
IDX:
37166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37167
Key:

Data

{'content': 'convenience, propriety'}