Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐθεραπευσία
εὐθεράπευτος
εὐθέριστος
εὐθέρμαντος
εὔθερμος
εὔθερος
εὐθεσία
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
εὐθετίζω
εὐθετισμός
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθηγής
εὔθηκτος
εὐθηλέομαι
εὐθηλής
εὔθηλος
εὐθημονέομαι
εὐθημοσύνη
View word page
εὐθετίζω
to set in order, arrange well
ShortDef
to set in order, arrange well
Debugging
Headword:
εὐθετίζω
Headword (normalized):
εὐθετίζω
Headword (normalized/stripped):
ευθετιζω
IDX:
37165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37166
Key:
Data
{'content': 'to set in order, arrange well'}