Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθενία
εὐθενιακός
εὐθεραπευσία
εὐθεράπευτος
εὐθέριστος
εὐθέρμαντος
εὔθερμος
εὔθερος
εὐθεσία
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
εὐθετίζω
εὐθετισμός
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθηγής
εὔθηκτος
εὐθηλέομαι
εὐθηλής
εὔθηλος
View word page
εὐθετέω
to be suitable, convenient

ShortDef

to be suitable, convenient

Debugging

Headword:
εὐθετέω
Headword (normalized):
εὐθετέω
Headword (normalized/stripped):
ευθετεω
IDX:
37163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37164
Key:

Data

{'content': 'to be suitable, convenient'}