Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐθενέω
εὐθενία
εὐθενιακός
εὐθεραπευσία
εὐθεράπευτος
εὐθέριστος
εὐθέρμαντος
εὔθερμος
εὔθερος
εὐθεσία
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
εὐθετίζω
εὐθετισμός
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθηγής
εὔθηκτος
εὐθηλέομαι
εὐθηλής
View word page
εὐθέσμως
lawfully

ShortDef

lawfully

Debugging

Headword:
εὐθέσμως
Headword (normalized):
εὐθέσμως
Headword (normalized/stripped):
ευθεσμως
IDX:
37162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37163
Key:

Data

{'content': 'lawfully'}