Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἀλίνδησις
ἁλινήκτειρα
ἁλινηχής
ἅλινος
ἄλινος
ἄλιξ
ἁλίξαντος
ἁλιονείκης
Ἅλιος
ἅλιος
ἅλιος2
ἅλιος3
ἁλιοτρεφής
Ἁλιοῦς
ἁλιόω
ἀλιπαής
ἀλίπαντος
ἀλιπαρής
ἁλίπαστος
View word page
Ἅλιος
Halius

ShortDef

Halius
of the sea
fruitless, unprofitable, vain, idle
Pythagorean name for nine

Debugging

Headword:
Ἅλιος
Headword (normalized):
ἅλιος
Headword (normalized/stripped):
αλιος
IDX:
3715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3716
Key:

Data

{'content': 'Halius'}