Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐήχεια
εὐηχέομαι
εὐηχής
εὐήχητος
εὔηχος
εὐθάλαμος
εὐθάλασσος
εὐθάλεια
εὐθαλέω
εὐθαλής
εὐθαλής2
εὐθαλπής
εὐθανασία
εὐθανατέω
εὐθάνατος
εὐθάρσεια
εὐθαρσέω
εὐθαρσής
εὐθέατος
εὐθεῖα
εὐθέμεθλος
View word page
εὐθαλής2
[Dor.]

ShortDef

blooming, flourishing
[Dor.]

Debugging

Headword:
εὐθαλής2
Headword (normalized):
εὐθαλής
Headword (normalized/stripped):
ευθαλης2
IDX:
37139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37140
Key:

Data

{'content': '[Dor.]'}