Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐήλιος
εὐημερέω
εὐημέρημα
εὐημερία
εὐήμερος
εὐημονία
εὐηνεμία
εὐήνεμος
Εὐηνίνη
εὐήνιος
εὐηνορία
Εὐηνορίδης
Εὐηνός
Εὔηνος
εὐήνυτος
εὐήνωρ
εὐηπελής
εὐηπελία
εὐήρατος
εὐήρετμος
εὐήρης
View word page
εὐηνορία
manliness, manly virtue

ShortDef

manliness, manly virtue

Debugging

Headword:
εὐηνορία
Headword (normalized):
εὐηνορία
Headword (normalized/stripped):
ευηνορια
IDX:
37112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37113
Key:

Data

{'content': 'manliness, manly virtue'}