Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλιμος
ἅλιμος
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἁλιναιέτης
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἀλίνδησις
ἁλινήκτειρα
ἁλινηχής
ἅλινος
ἄλινος
ἄλιξ
ἁλίξαντος
ἁλιονείκης
Ἅλιος
ἅλιος
ἅλιος2
ἅλιος3
ἁλιοτρεφής
Ἁλιοῦς
View word page
ἅλινος
of salt

ShortDef

of salt

Debugging

Headword:
ἅλινος
Headword (normalized):
ἅλινος
Headword (normalized/stripped):
αλινος
IDX:
3710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3711
Key:

Data

{'content': 'of salt'}