Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐηθικός
εὐηκής
εὐήκης
εὐηκοέω
εὐηκοΐα
εὐήκοος
εὐήκουος
εὐηλάκατος
εὐήλατος
εὐῆλιξ
εὐήλιος
εὐημερέω
εὐημέρημα
εὐημερία
εὐήμερος
εὐημονία
εὐηνεμία
εὐήνεμος
Εὐηνίνη
εὐήνιος
εὐηνορία
View word page
εὐήλιος
well-sunned, sunny, genial
ShortDef
well-sunned, sunny, genial
Debugging
Headword:
εὐήλιος
Headword (normalized):
εὐήλιος
Headword (normalized/stripped):
ευηλιος
IDX:
37102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37103
Key:
Data
{'content': 'well-sunned, sunny, genial'}