Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
View word page
ἀγελαστικός
gregarious, social

ShortDef

gregarious, social

Debugging

Headword:
ἀγελαστικός
Headword (normalized):
ἀγελαστικός
Headword (normalized/stripped):
αγελαστικος
IDX:
370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-371
Key:

Data

{'content': 'gregarious, social'}