Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐήδονος
εὐήδυντος
εὐήθεια
εὐήθης
εὐηθίζομαι
εὐηθικός
εὐηκής
εὐήκης
εὐηκοέω
εὐηκοΐα
εὐήκοος
εὐήκουος
εὐηλάκατος
εὐήλατος
εὐῆλιξ
εὐήλιος
εὐημερέω
εὐημέρημα
εὐημερία
εὐήμερος
εὐημονία
View word page
εὐήκοος
hearing well
ShortDef
hearing well
Debugging
Headword:
εὐήκοος
Headword (normalized):
εὐήκοος
Headword (normalized/stripped):
ευηκοος
IDX:
37097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37098
Key:
Data
{'content': 'hearing well'}